ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Το αιματολογικό τμήμα διαχειρίζεται τα δείγματα που απαιτούν τον ποσοτικό και ποιοτικό προσδιορισμό των έμμορφων στοιχείων του αίματος, τον έλεγχο της αιμόστασης και γενικότερα τον έλεγχο νοσημάτων του αίματος. Οι μετρήσεις γίνονται αξιόπιστα σε αυτόματους αναλυτές, τηρώντας όλα τα σύγχρονα ευρωπαϊκά και διεθνή πρωτόκολλα. Αποτελεί κύριο άξονα διάγνωσης και σε αυτό πραγματοποιούνται όλες οι αιματολογικές εξετάσεις, μεταξύ των οποίων:
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΙΜΑΤΟΣ
Γενικη αιματος
Η γενική εξέταση αίματος θεωρείται η πιο βασική εξέταση και αυτή που ζητείται συχνότερα από τους κλινικούς γιατρούς. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι. Η ανάλυση και η μέτρηση των έμμορφων στοιχείων του αίματος πραγματοποιείται σε αυτόματους αιματολογικούς αναλυτές. Οι φυσιολογικές τιμές των παραμέτρων της γενικής αίματος ποικίλουν κυρίως λόγω της ηλικίας και του φύλου. Η εγκυμοσύνη, η άσκηση, το χρόνιο κάπνισμα, η έμμηνος ρύση, το υψόμετρο, η θέση του ασθενούς και η λήψη κάποιων φαρμάκων είναι παράγοντες που επηρεάζουν τις παραμέτρους μιας γενικής αίματος. Η μελέτη κα η αξιολόγηση της γενικής εξέτασης αίματος γίνεται από τον θεράποντα ιατρό και μπορεί να αποκαλύψει πλήθος παθολογικών καταστάσεων. Σημειώνεται ότι υψηλό ποσοστό των κλινικών διαγνώσεων και αποφάσεων στηρίζεται στον εργαστηριακό έλεγχο και ιδιαίτερα στη γενική εξέταση αίματος.
Ταχυτητα Καθιζησης Ερυθρων-ΤΚΕ
Η Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθροκυττάρων αποτελεί, μετά τη γενική εξέταση αίματος, την εξέταση που ζητάνε ευρέως οι κλινικοί γιατροί και συμπληρώνει τον βασικό αιματολογικό έλεγχο. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος σε ειδικό μπουκαλάκι κατόπιν φλεβοκέντησης. Οι φυσιολογικές τιμές της εξαρτώνται από το φύλο και την ηλικία του εξεταζόμενου. Η κύηση και η έμμηνος ρύση προκαλούν φυσιολογική αύξηση της ΤΚΕ. Παθολογική αύξηση προκύπτει σε καταστάσεις όπως οξείες και χρόνιες λοιμώξεις, φλεγμονώδη νοσήματα, κολλαγονώσεις, κακοήθη νοσήματα, νεκρώσεις ιστών (εγκαύματα, κίρρωση ήπατος, έμφραγμα του μυοκαρδίου κλπ.) και αναιμίες. Η ΤΚΕ αποτελεί μια μη ειδική, αλλά ιδιαίτερα ευαίσθητη δοκιμασία, παραμένοντας διαγνωστικά χρήσιμη.
Δικτυοερυθροκυτταρα-ΔΕΚ
Η Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθροκυττάρων αποτελεί, μετά τη γενική εξέταση αίματος, την εξέταση που ζητάνε ευρέως οι κλινικοί γιατροί και συμπληρώνει τον βασικό αιματολογικό έλεγχο. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος σε ειδικό μπουκαλάκι κατόπιν φλεβοκέντησης. Οι φυσιολογικές τιμές της εξαρτώνται από το φύλο και την ηλικία του εξεταζόμενου. Η κύηση και η έμμηνος ρύση προκαλούν φυσιολογική αύξηση της ΤΚΕ. Παθολογική αύξηση προκύπτει σε καταστάσεις όπως οξείες και χρόνιες λοιμώξεις, φλεγμονώδη νοσήματα, κολλαγονώσεις, κακοήθη νοσήματα, νεκρώσεις ιστών (εγκαύματα, κίρρωση ήπατος, έμφραγμα του μυοκαρδίου κλπ.) και αναιμίες. Η ΤΚΕ αποτελεί μια μη ειδική, αλλά ιδιαίτερα ευαίσθητη δοκιμασία, παραμένοντας διαγνωστικά χρήσιμη.
Ομαδα Αιματος (ΑΒΟ)
Το σύστημα ερυθροκυτταρικών αντιγόνων ΑΒΟ είναι το πιο σημαντικό από τα 25 συνολικά συστήματα ομάδων αίματος. Τα αντιγόνα του συστήματος ΑΒΟ εμφανίζονται νωρίς κατά την ενδομήτριο ζωή, κληρονομούνται με το σωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα και παραμένουν αμετάβλητα δια βίου. Κάθε άτομο κληρονομεί ένα γονίδιο Α ή Β ή 0 από κάθε γονέα του, δηλαδή συνολικά κληρονομεί δύο γονίδια, τα οποία καθορίζουν ποια ΑΒΟ αντιγόνα υπάρχουν στην ερυθροκυτταρική μεμβράνη.
Στον πίνακα που ακολουθεί αναγράφονται οι ομάδες αίματος (φαινότυπος), οι πιθανοί γονότυποι και η αντίστοιχη συχνότητά τους στον ελληνικό πληθυσμό.
Φαινότυπος | Γονότυπος | Συχνότητα |
Α | ΑΑ ή Α0 | 42% |
Β | ΒΒ ή Β0 | 10% |
ΑΒ | ΑΒ | 3% |
0 | 00 | 45% |
Παραγων Rhesus (Rh)
Το σύστημα Rhesus αποτελεί το πλέον πολυμορφικό ερυθροκυτταρικό σύστημα και είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά το σύστημα ΑΒΟ. Τα αντιγόνα του συστήματος Rhesus εμφανίζονται νωρίς κατά την ενδομήτριο ζωή, κληρονομούνται με τον σωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα και παραμένουν αμετάβλητα δια βίου. Αποτελείται κυρίως από πέντε αντιγόνα (D, C, c, E, e) με πιο σημαντικό από αυτά το D. Το 85% περίπου του πληθυσμού είναι Rh D(+).
ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΙΔΗΡΟΥ-ΑΝΑΙΜΙΑ
Φερριτινη
Η φερριτίνη αποτελεί την κύρια ουσία στην οποία αποθηκεύεται ο σίδηρος. Απαντά κυρίως στο μυελό των οστών, στο ήπαρ και στο σπλήνα. Η φερριτίνη του ορού αντανακλά το περιεχόμενο των αποθηκών σιδήρου. Έτσι, αποτελεί σημαντικό δείκτη σιδηροπενικής ή μη αναιμίας, ο οποίος αποβαίνει παθολογικός πριν τη μεταβολή της μορφολογίας των ερυθροκυττάρων. Ως πρωτεΐνη οξείας φάσεως, αυξάνεται στις φλεγμονές, οπότε σε περίπτωση συνύπαρξης φλεγμονής και σιδηροπενικής αναιμίας, είναι δυνατόν να βρεθεί σε φυσιολογικά ή και αυξημένα επίπεδα. Οι φυσιολογικές τιμές της φερριτίνης εξαρτώνται από το φύλο και τα επίπεδά της δεν παρουσιάζουν διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Σιδηρος
Ο σίδηρος βρίσκεται κυρίως στην αιμοσφαιρίνη και στη μυοσφαιρίνη των τροφών ζωικής προέλευσης. Οι ημερήσιες ανάγκες για σίδηρο είναι 10-15 mg/ημέρα, ενώ οι ανάγκες αυξάνονται σε 15-30 mg/ημέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, της γαλουχίας και της ανάπτυξης. Οι φυσιολογικές τιμές του σιδήρου εξαρτώνται από το φύλο και την ηλικία του εξεταζόμενου. Τα επίπεδα σιδήρου διαφέρουν σημαντικά στο ίδιο άτομο σε διαφορετικές ώρες της ημέρας ή από ημέρα σε ημέρα. Το βράδυ, τα επίπεδα σιδήρου εμφανίζονται χαμηλότερα κατά 25% σε σύγκριση με το πρωί, γι’ αυτό είναι σημαντικό η αιμοληψία να πραγματοποιείται τις πρωινές ώρες. Γενικότερα, η ημερήσια διακύμανση των επιπέδων του σιδήρου του ορού, μειώνει την αξία του ως δείκτη διάγνωσης αναιμιών.
Τρανσφερινη
Η τρανσφερίνη αποτελεί την κύρια πρωτεΐνη μεταφοράς του σιδήρου στο πλάσμα. Ένα μόριο τρανσφερίνης δεσμεύει δύο ιόντα σιδήρου. Σε καταστάσεις που συνδέονται με έλλειψη σιδήρου τα επίπεδά της στο πλάσμα αυξάνονται, ενώ έπειτα από θεραπεία με σίδηρο επανέρχονται στο φυσιολογικό. Ο σίδηρος που απορροφάται από το έντερο ή που προέρχεται από την αποδόμηση της αιμοσφαιρίνης δεσμεύεται από την τρανσφερίνη και μεταφέρεται στις θέσεις αποθήκευσης, όπως το ήπαρ και ο μυελός των οστών. Η μέτρηση της τρανσφερίνης σε συνδυασμό με τη μέτρηση της φερριτίνης στον ορό προσδίδει μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα στη διάγνωση της σιδηροπενίας.
ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΠΑΘΕΙΕΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΙΜΟΛΥΣΗΣ
Coombs Αμεσος
Η άμεση Coombs είναι η βάση για τη μελέτη των ανοσολογικών αιμολυτικών καταστάσεων και μ’ αυτήν ελέγχονται τα ατελή αντισώματα που προσροφήθηκαν στην επιφάνεια των ερυθροκυττάρων. Τέτοιες καταστάσεις είναι η αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, η αιμολυτική νόσος των νεογνών, αντιδράσεις από χορήγηση αίματος και μετά από χορήγηση ορισμένων φαρμάκων. Η ύπαρξη θετικής άμεσης Coombs δε σημαίνει οπωσδήποτε και ελαττωμένη επιβίωση των ερυθροκυττάρων (αιμόλυση) και γι’αυτό απαιτείται συσχέτιση στοιχείων από το ιστορικό, την κλινική εικόνα και τα άλλα εργαστηριακά ευρήματα.
Commbs Εμμεσος
Η έμμεση Coombs ελέγχει τα κυκλοφορούντα ατελή αντισώματα στον ορό του εξεταζόμενου. Είναι χρήσιμη κυρίως στις δοκιμασίες ελέγχου συμβατότητας αίματος και στον προγεννητικό έλεγχο Rh D(-) εγκύων για την ανίχνευση ευαισθητοποίησης (παραγωγή αντισωμάτων) έναντι του εμβρύου σε περίπτωση ασυμβατότητας του Rhesus μητέρας-εμβρύου. Η ευαισθητοποίηση της μητέρας μπορεί να οφείλεται σε:
- προηγούμενη εγκυμοσύνη
- έκτρωση ή σε αυτόματη αποβολή ή σε παλίνδρομη κύηση
- αμνιοπαρακέντηση, βιοψία τροφοβλάστης, ή ομφαλιδοπαρακέντηση
- εξωμήτριο κύηση
- τραυματισμό της κοιλιακής χώρας κατά την κύηση
- ασύμβατη μετάγγιση αίματος
G6PD
.
ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ-ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΗΞΗΣ-ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ/ΘΡΟΜΒΩΣΗ-ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Χρονος προθρομβινης ( PT + INR)
Η αντιπηκτική αγωγή από το στόμα (λήψη Sintrom) ελέγχεται κυρίως με το χρόνο προθρομβίνης (PT-Prothrombin time ή χρόνος Quick). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά όπως τα αποτελέσματα του PT εκφράζονται με το διεθνή δείκτη ομαλοποίησης (INR-International Normalized Ratio). Δεν πρέπει να αξιολογείται θεραπευτικά ο ΡΤ κατά τις 2-3 πρώτες μέρες χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής από το στόμα, καθώς είναι γνωστό ότι η ζητούμενη υποπηκτικότητα απαιτεί 4-5 ημέρες. Συνήθως για να σταθεροποιηθεί το αντιπηκτικό αποτέλεσμα απαιτούνται πολλές μέρες ή/και εβδομάδες. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν ανάγκη από μέτριας έντασης αντιπηκτική αγωγή που συνήθως ανταποκρίνεται σε INR 2-3. Εκτός του INR, στο αποτέλεσμα της εξέτασης περιλαμβάνονται ο χρόνος του ασθενούς και ο χρόνος του μάρτυρα σε δευτερόλεπτα. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
Χρονος ενεργοποιημενης μερικης θρομβοπλαστινης (APTT)
Ο APTT αποτελεί σήμερα τη συχνότερα χρησιμοποιούμενη δοκιμασία για την παρακολούθηση της ηπαρινοθεραπείας. Καλείται και χρόνος ενεργοποιημένης κεφαλίνης ή/και χρόνος κεφαλίνης-καολίνης. Η μέτρηση του ΡΤ και του ΑΡΤΤ του ασθενούς πριν την έναρξη οποιασδήποτε αντιπηκτικής αγωγής είναι απαραίτητη. Ο APTT επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες που δεν σχετίζονται με την ηπαρίνη, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις να μην υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ του χρόνου πήξης και της συγκέντρωσης ηπαρίνης. Οι ηπαρίνες μικρού μοριακού βάρους (ΗΜΜΒ) σε περίπτωση προφυλακτικής χορήγησης δεν επιμηκύνουν τον ΑΡΤΤ και γι’ αυτό δε συνίσταται η εργαστηριακή παρακολούθησή του. Σε χορήγηση θεραπευτικής δόσης ΗΜΜΒ η χρησιμοποίηση του ΑΡΤΤ έχει ορισμένους περιορισμούς με κύρια τη μικρή ευαισθησία. Σε αυτή την περίπτωση συνίσταται η χρήση άλλων μεθόδων παρακολούθησης της θεραπευτικής αγωγής, όπως η μέτρηση της αντι-Χa δραστηριότητας. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
Ινωδογονο (FIB – Παραγων I)
Η αντιπηκτική αγωγή από το στόμα (λήψη Sintrom) ελέγχεται κυρίως με το χρόνο προθρομβίνης (PT-Prothrombin time ή χρόνος Quick). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά όπως τα αποτελέσματα του PT εκφράζονται με το διεθνή δείκτη ομαλοποίησης (INR-International Normalized Ratio). Δεν πρέπει να αξιολογείται θεραπευτικά ο ΡΤ κατά τις 2-3 πρώτες μέρες χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής από το στόμα, καθώς είναι γνωστό ότι η ζητούμενη υποπηκτικότητα απαιτεί 4-5 ημέρες. Συνήθως για να σταθεροποιηθεί το αντιπηκτικό αποτέλεσμα απαιτούνται πολλές μέρες ή/και εβδομάδες. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν ανάγκη από μέτριας έντασης αντιπηκτική αγωγή που συνήθως ανταποκρίνεται σε INR 2-3. Εκτός του INR, στο αποτέλεσμα της εξέτασης περιλαμβάνονται ο χρόνος του ασθενούς και ο χρόνος του μάρτυρα σε δευτερόλεπτα. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
D-dimers
Τα D-διμερή (D-dimers) αποτελούν προϊόντα αποδομής του ινώδους. Η μέτρηση των επιπέδων D-dimers είναι απαραίτητη στον αποκλεισμό της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και της πνευμονικής εμβολής. Αυξημένα επίπεδα D-dimers παρατηρούνται και σε ασθενείς με αυξημένη δημιουργία ινώδους, όπως στο τραύμα, στην προεκλαμψία, στις κακοήθειες και στη διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. Ελαφρώς αυξημένα επίπεδα παρατηρούνται με την πάροδο της ηλικίας και κατά την εγκυμοσύνη. Πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
FDP
.
Αντιθρομβινη ΙΙΙ
Η αντιθρομβίνη ΙΙΙ ανήκει στους φυσικούς αναστολείς της πήξης μαζί με τις πρωτεΐνες C και S. Είναι ο σημαντικότερος φυσικός αναστολέας της πήξης και συντίθεται στο ήπαρ και στα ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων. Όπως λέει και το όνομά της, δρα δημιουργώντας σταθερό σύμπλεγμα με τη θρομβίνη, αδρανοποιώντας την. Ελάττωση επομένως της αντιθρομβίνης προκαλεί αυξημένη δραστηριότητα της θρομβίνης και θρομβογένεση, λόγω ενεργοποίησης του μηχανισμού της πήξης του αίματος. Η κλινική εικόνα εκδηλώνεται συνήθως με φλεβικό θρομβοεμβολικό επεισόδιο και σπάνια με αρτηριακό. Η ανεπάρκειά της μπορεί να είναι επίκτητη ή κληρονομούμενη. Η μέτρηση της αντιθρομβίνης προϋποθέτει τη μη λήψη ηπαρίνης. Η μέτρηση πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
Πρωτεΐνη C
Η πρωτεΐνη C (PC) είναι βιταμινο-Κ εξαρτώμενη, παράγεται μόνο στα ηπατικά κύτταρα και είναι ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς αναστολείς της πήξης. Η ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C δρα πρωτεολυτικά, αδρανοποιώντας τους παράγοντες Va και VIIIa, αποτρέποντας τη μετατροπή της προθρομβίνης σε θρομβίνη. Ελάττωση, λοιπόν, της PC προκαλεί αυξημένη δραστηριότητα του Va και VIIIa, άρα ενεργοποίηση του μηχανισμού πήξης και εμφάνιση θρόμβωσης. Κατά κανόνα η ανεπάρκεια της πρωτεΐνης C προκαλεί φλεβική θρόμβωση. Η ανεπάρκειά της μπορεί να είναι επίκτητη ή κληρονομούμενη. Δεδομένου ότι είναι βιταμινο-Κ εξαρτώμενη, η μέτρησή της προϋποθέτει τη μη λήψη κουμαρινικών. Η μέτρηση πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
Πρωτεΐνη S
Η πρωτεΐνη S (PS) είναι βιταμινο-Κ εξαρτώμενη και παράγεται σε διάφορα κύτταρα του οργανισμού. Δρα ως συμπαράγοντας της PC επιτείνοντας την αντιπηκτική δραστηριότητα της ενεργοποιημένης PC, βοηθώντας έτσι στην αδρανοποίηση του Va και VIIIa. Η πρωτεΐνη S και η ενεργοποιημένη PC σχηματίζουν σύμπλεγμα 1:1 πάνω στην επιφάνεια των αιμοπεταλίων και των ενδοθηλίων. Στο πλάσμα υπάρχει με 2 μορφές: σε ποσοστό 40% ως ελεύθερη PS και σε ποσοστό 60% ως συνδεδεμένη. Το άθροισμα της ελεύθερης και της συνδεδεμένης αποτελούν την ολική PS. Η ανεπάρκειά της προκαλεί κατά κανόνα φλεβική θρόμβωση και είναι επίκτητη ή κληρονομική. Δεδομένου ότι είναι βιταμινο-Κ εξαρτώμενη, η μέτρησή της προϋποθέτει τη μη λήψη κουμαρινικών. Η μέτρηση πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
APC-R (Αντισταση στην ενεργοποιημενη πρωτεΐνη C)
Η ενεργοποιημένη μορφή της πρωτεΐνης C (APC-Activated PC) είναι ένας φυσικός αναστολέας της πήξης και δρα διασπώντας τους ενεργοποιημένους παράγοντες Va και VIIIa. Μια μετάλλαξη του μορίου του παράγοντα V (αντικατάσταση της γουανίνης (G) από αδενίνη (A) στη θέση 1691 (G1691A) καλείται παράγοντας V-Leiden, κληρονομείται με το σωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες φλεβικής θρόμβωσης. Ο παράγοντας V-Leiden παρουσιάζει αυξημένη αντίσταση στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C (APCR-Activated protein C resistance), δηλαδή αντίσταση στην αδρανοποίηση από την APC. Η μέτρηση πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
Αντι-Xa Δραστικοτητα Ηπαρινης LMWH (Anti-Xa)
Οι LMWH αποτελούν ετερογενή ομάδα και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον τρόπο παρασκευής, το μοριακό βάρος, την αντι-Xa δραστικότητα και παρουσιάζουν διαφορετική φαρμακοκινητική. Η αντιπηκτική τους δράση σχετίζεται κυρίως με την αντι-Xa δραστικότητά τους. Χορηγούνται ως προφύλαξη για την αποφυγή θρομβοεμβολικής νόσου και θεραπευτικά για την αντιμετώπιση εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση στο πλάσμα βρίσκεται ανάμεσα στην τρίτη και την πέμπτη ώρα, για αυτόν το λόγο η αιμοληψία για την παρακολούθηση της υποπηκτικότητας θα πρέπει να γίνεται 3-4 ώρες μετά την υποδόρια χορήγησή τους. Καταγράφεται επίσης η ακριβής ώρα χορήγησης, το σκεύασμα που χρησιμοποιείται και οι χορηγούμενες μονάδες. Η εξέταση πραγματοποιείται με συλλογή αίματος κατόπιν φλεβοκέντησης σε ειδικό μπουκαλάκι.
Ομοκυστεΐνη
Η ομοκυστεΐνη είναι ένα αμινοξύ, το οποίο παράγεται από την απομεθυλίωση του αμινοξέος μεθειονίνη. Η παραπάνω αντίδραση είναι αμφίδρομη, δηλαδή η ομοκυστεΐνη με επαναμεθυλίωση μετατρέπεται σε μεθειονίνη. Το φολικό οξύ, η βιταμίνη Β12 και η βιταμίνη Β6 συμμετέχουν στο μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης, με αποτέλεσμα σε ανεπάρκειά τους να παρουσιάζεται ήπια υπερομοκυστεϊναιμία. Η ομοκυστεΐνη είναι επιβλαβής στο αγγειακό τοίχωμα, οπότε τα αυξημένα επίπεδά της σχετίζονται με αρτηριακή και με φλεβική θρόμβωση. Μεγάλη αύξηση της ομοκυστεΐνης εμφανίζεται σε ομοζυγώτες μιας σημειακής μετάλλαξης του γονιδίου που κωδικοποιεί το ένζυμο MTHFR (κυρίως C677T, σπανίως A1289C). Ανίχνευση φορέων ή ομοζυγωτών είναι δυνατή με τη διενέργεια PCR. Η μέτρηση της ολικής ομοκυστεΐνης γίνεται με φλεβοκέντηση και άμεση φυγοκέντρηση και επεξεργασία του συλλεγέντος δείγματος.
Lp(a)
Η Lp(a) θεωρείται ότι συμβάλλει στη διαδικασία της αθηρωματογένεσης και της θρόμβωσης. Τα αυξημένα επίπεδα της Lp(a) κληρονομούνται με το σωματικό επικρατούντα χαρακτήρα. Αυξημένα επίπεδα ευθύνονται για εμφάνιση πρόωρου εμφράγματος του μυοκαρδίου και επαναλαμβανόμενες αποβολές του 1ου τριμήνου της εγκυμοσύνης. Συγκέντρωση πλάσματος 30 mg/dl αποτελεί μια κριτική τιμή, πάνω από την οποία η Lp(a) αποτελεί παράγοντα αυξημένου κινδύνου εμφάνισης θρομβοεμβολικής νόσου. Δεν επηρεάζονται τα επίπεδά της από το φύλο, την ηλικία, τη δίαιτα, τη φυσική δραστηριότητα και τα περισσότερα αντιλιπιδαιμικά φάρμακα. Η μέτρηση γίνεται, κατόπιν φλεβοκέντησης και φυγοκέντρησης του δείγματος, σε αυτόματο βιοχημικό αναλυτή.